παμφάγων

παμφάγων
παμφάγος
all-devouring
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κότσυφας — Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών. Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει… …   Dictionary of Greek

  • σπουργίτης — Κοινό όνομα μεικών παμφάγων στρουθιόμορφων, που ανήκουν όλα σχεδόν στην οικογένεια των Πλοκεϊδών. Τα πουλιά αυτά έχουν μικρές διαστάσεις, πόδια λεπτά αλλά δυνατά, ράμφος κοντό, κωνικού σχεδόν σχήματος, και χαρακτηρίζονται γενικά από το ζωηρό… …   Dictionary of Greek

  • τετραμόριο — το, Ν ζωολ. γένος υμενόπτερων νυκτόβιων παμφάγων εντόμων …   Dictionary of Greek

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”